Ο Αστερίξ στους Βέλγους

Αν ήταν να συνοψίσω το ταξίδι μου, αυτό θα έλεγα. «Λίγες πατατουλίτσες ακόμη;». Βάλε και μια μοναστηριακή μπύρα έξτρα. Το ταξίδι μου στο Βέλγιο δεν έγινε με τις καλύτερες συνθήκες. Αρχικά ήταν στα πλαίσια συνεδρίου με τη δουλειά. Επιπλέον, έμαθα ότι χάσαμε τον παππού με το κλαρίνο (ο άλλος με το βιολί ευτυχώς είναι ακόμη κοτσονάτος) όσο ήμουν εκεί. Δεν πρόλαβα την κηδεία, έμεινα να πιω ένα (κάμποσα) ποτηράκι(α) στην υγεία του.

Η βάση μου ήταν το άγνωστο (σε μας) Χάσελτ, μια μικρή πόλη με το χαρακτηριστικό σχήμα πολλών πόλεων της κεντρικής Ευρώπης: ένα ιστορικό κέντρο, μια κεντρική οδική αρτηρία που το περικυκλώνει και ένας σταθμός τρένου στο όριο αυτού του κύκλου. Το πιο σημαντικό πράγμα (νόμιζα εγώ) για το Χάσελτ είναι ότι βρίσκεται σχετικά κοντά στο Ολλανδικό Μάαστριχτ, της περίφημης συνθήκης. Για την ίδια την πόλη, το πιο σημαντικό είναι το έξοχο branding της ως «η πρωτεύουσα της γεύσης», που αφορά τα 7(?!) εστιατόρια με αστέρι μισελέν και την παραγωγή του έντονα αρωματικού τζιν Jenever.

Είχα στην φαρέτρα μου δύο μαγικές δυνάμεις: ένα εκπτωτικό εισιτήριο για τα τρένα και μόνιμα ηλιόλουστο καιρό. Το τρένο είναι αναμφίβολα το πιο βολικό μέσο μεταφοράς σε τέτοιες επίπεδες χώρες, μετά το ποδήλατο. Οπότε με ορμητήριο το Χάσελτ, επισκέφτηκα διάφορες πόλεις σχετικά κοντά. Η πιο όμορφη ήταν ξεκάθαρα η Γάνδη, με τους φοιτητές να κάνουν ηλιοθεραπεία σε σεζλόνγκ στις brasserie χωρίς καλά καλά να έχει ξεκινήσει η άνοιξη. Δεν της φαίνεται, αλλά το Μεσαίωνα ήταν από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες πόλεις της Ευρώπης, γνωστή για το εμπόριο υφασμάτων της. Φαντάσου να βγαίνεις τότε, τα παλιά τα χρόνια, στην αγορά. Από τότε τους έχει μείνει το κάστρο με την τάφρο. Εγώ πάντως λάτρεψα την περατζάδα παράλληλα με μπύρες στο Cafe Den Turk και τα γλυκά στο Chocoladebar Mayana. Α, τα σοκολατάκια Leonidas (που τα έβλεπα και εντελώς παράλογα μου θύμιζαν σπίτι όταν έμενα στην Ιαπωνία) πρωτοεμφανίστηκαν και βραβεύτηκαν στη Γάνδη.

Gravensteen, Γάνδη

Στη Λουβένη είδα ζωντάνια και αγορές, αλλά και ένα κτήριο με το άγαλμα μιας αφρικανής γυναίκας και στο ισόγειο το καφενείο της «αραπίνας», που σε εμένα τουλάχιστον έφερε αμέσως στο μυαλό την απάνθρωπη ιστορία της βέλγικης αποικιοκρατίας. Τα χρώματα του θυρεού είναι το λευκό και το κόκκινο, από το αίμα των στρατιωτών που έβαψαν το ποτάμι μετά από μια μάχη Βίκινγκς και Φράγκων (παρόμοια με τις σημαίες της Αυστρίας και της Λεττονίας). Η Λουβένη είχε πανεπιστήμιο από το 1425, ήταν hot on science στο διαφωτισμό, ακόμη και ο Έρασμος δούλευε εκεί. Η βιβλιοθήκη της καταστράφηκε από τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόση χαμένη γνώση όπως όταν κάηκε και η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδριας. Στα σημαντικά τώρα, η πόλη μας έδωσε τη μπύρα Stella Artois.

Στις Βρυξέλλες, βρήκα μια παλιά φίλη από το Τόκυο και έναν νέο-εγκατασταθέντα Έλληνα φίλο, που μου έδειξαν την πόλη, μαζί με τα αγαπημένα τους μέρη για φαΐ και ποτό (δηλαδή μπύρες στο Cafe Belga και πατάτες ακριβώς δίπλα). Η ζωή του ακαδημαϊκού και του μετανάστη είναι παντού δύσκολη, αυτό σκεφτόμουν όσο έτρωγα γλυκιά σούπα με μπάλες ρυζιού στο υπόγειο κουζινάκι της φοιτητικής εστίας που έμενε η διδάκτωρ φιλενάδα μου. Όλα στην πόλη γκρι, με χρυσές λεπτομέρειες να δίνουν φως στη μουντή καθημερινότητα. Θέλαμε να προλάβουμε να δούμε τα δέντρα και τα μπλε λουλούδια στο Hallerbos, αλλά δεν πειράζει, τουλάχιστον μου έφερε η φιλενάδα κάτι oldschool κορεάτικες κρέμες.

Το μόνο που μου έμεινε από το Βέλγιο μάλλον είναι οι πατάτες. Το 2014 μάλιστα έκαναν αίτημα στην UNESCO να αναγνωριστούν ως βέλγικες και όχι γαλλικές τηγανιτές πατάτες (french fries). Όπως οι Αμερικάνοι έχουν steak and lobster (μπριζόλα και αστακό), οι πιο κομψοί Βέλγοι έχουν fries and mussels. Τα μύδια Bρυξελλών δεν τα δοκίμασα ακόμη.

Read more: