Τζοκάν-τζι: ο ναός των πεταμένων

Κάθε μεγάλη πόλη που σέβεται τον εαυτό της έχει και από μια συνοικία του έρωτα. Ενώ έχω πάει στη Ματσίντα, η οποία άκμαζε μέχρι πριν 15 χρόνια, δεν είχε τύχει να πάω στη Γιοσιβάρα. Κυριολεκτικά, το όνομα σημαίνει «καλότυχα λιβάδια» (吉原) και ήταν μία από τις τρεις γειτονιές της χώρας με επίσημη άδεια για χώρους διασκέδασης από το σογκουνάτο των Τοκουγκάβα.

Η είσοδος του Τζοκάν-τζι

Από τη Γιοσιβάρα ξεκίνησε ο θεσμός της γκέισα, η οποία αρχικά διασκέδαζε με μουσική και συζήτηση τους πελάτες που βρίσκονταν σε αναμονή της Οϊράν, της εταίρας για την ανώτερη τάξη. Οι Οϊράν ακολουθούσαν αυστηρό τυπικό, οπότε γρήγορα θεωρήθηκαν παρωχημένες και οι γκέισες πήραν τη θέση τους σε δημοτικότητα. Επειδή κάθε λογής άνθρωποι και ταξιδευτές περνούσαν χρόνο στη Γιοσιβάρα, έγινε κέντρο μόδας και τεχνών. Η αρχική γειτονιά καταστράφηκε σε πυρκαγιά, οπότε ξαναχτίστηκε και η νέα πήρε το όνομα Σιν-Γιοσιβάρα. Η πορνεία απαγορεύτηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1956, όμως κάποιοι σχετικοί χώροι που λειτουργούν στα όρια της νομιμότητας, όπως οι «σαπουνοχώρες» (soapland), υπάρχουν ακόμα πίσω από τον σταθμό Μινόβα της γραμμής Χιμπίγια. Η λέξη soapland είναι γιαπωνεζοαγγλικά, μία έμμεση αναφορά στην πορνεία, η οποία αποκαλείται κατ΄ευφημισμό «εμπόριο νερού» (水商売, μίζου σιόμπαϊ). Η περιοχή αυτή του Κίτα-Σέντζου έχει κακή φήμη, οριακά χειρότερη και από το Καβασάκι.

Ο ομαδικός τάφος της Σινγιοσιβάρα

Γονείς πουλούσαν τις κόρες τους προκειμένου να μαθητεύσουν και να δουλέψουν στα πορνεία, ώστε κάποτε να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Στα ντουζένια της, η Γιοσιβάρα έσφυζε από ζωή και είχε μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού. Αυτό σήμαινε ότι οι ασθένειες διαδίδονταν γρήγορα και πολλές κοπέλες πέθαιναν σε άθλιες συνθήκες. Ποιός όμως θα θάψει μια χρεοκοπημένη, ασθενική εταίρα; Πρακτικά, κανείς. Αντ΄ αυτού, άφηναν τα σώματά τους σε έναν βουδιστικό ναό εκεί δίπλα, το ναό Τζοκάν-τζι (浄閑寺). Όταν έγινε ένας μεγάλος σεισμός το 1855 στο Έντο-Τόκυο, γύρω στις 500 εταίρες της Γιοσιβάρα σκοτώθηκαν είτε από τον σεισμό είτε από τις πυρκαγιές που ακολούθησαν. Επειδή (οι αρχές; οι γείτονες;) άφησαν τα νεκρά κορμιά τους στο ναό, όλα μαζί χωρίς καμία ευαισθησία, σαν σκουπίδια, ο ναός απέκτησε το παρατσούκλι Ναγκεκόμι-ντέρα, δηλαδή ναός που πετάς τα σκουπίδια.

«Γεννήθηκε σε έναν σκληρό κόσμο και πέθανε στο Τζοκάντζι – Μέθη από λουλούδια»

Ο ομαδικός τάφος τους υπάρχει ακόμα, είναι καθαρός και περιποιημένος, με φρέσκα λουλούδια. Το επιτάφιο μνημείο χτίστηκε το 1793 και ανακαινίστηκε το 1929. Σύμφωνα με τα κατάστιχα του ναού, υπολογίζεται ότι περίπου 25000 άνθρωποι που σχετίζονται με τη Σιν-Γιοσιβάρα είναι θαμμένοι στο Τζοκάν-τζι. Η επιγραφή επάνω στον τάφο γράφει «Γεννήθηκε σε έναν σκληρό κόσμο και πέθανε στο Τζοκάν-τζι / Μέθη από λουλούδια» (生まれは苦界死しては浄閑寺 / 花酔), μάλλον μια αναφορά στα λουλούδια όπως ονομάζονται οι κοπέλες στις συνοικίες του έρωτα. Σε μία εσοχή του μνημείου, επισκέπτες έχουν αφήσει στολίδια για τα μαλλιά και άλλα αντικείμενα.

Ο τάφος του συγγραφέα Ναγκάι Κάφου

Στην είσοδο του ναού υπάρχουν δύο ξεχωριστές πλάκες, οι τάφοι Σιν-χιγιόκου-ζούκα (新比翼塚). Την ιστορία των αυθεντικών Χιγιόκου (που είναι θαμμένοι στο Μέγκουρο) έπρεπε να την είχα πει ήδη, αλλά ας το αφήσουμε για άλλη φορά. Οι τάφοι των νέων Χιγιόκου είναι της ιερόδουλης Σιναγκάβα Ρόου και του Τάνι Χόεϊ, οι οποίοι πέθαναν μαζί από αγάπη το 1881. Ο έρωτας και η ζωή τους γράφτηκε στην εφημερίδα Γιοσιβάρα Σίντζου και συγκίνησε τα πλήθη. Η ιστορία τους αλλά και η γενικότερη ατμόσφαιρα του Τζοκάν-τζι έκανε εντύπωση στον ποιητή Ναγκάι Κάφου (永井荷風), ο οποίος επισκεπτόταν συχνά το ναό. Τελικά, έχτισαν έναν μνημείο στη μνήμη του μέσα στο νεκροταφείο, επειδή ήταν η επιθυμία του να θαφτεί εκεί. Στο πλάι είναι χαραγμένο ένα ποίημα του για τους νέους.

Το μνημείο των εργατών
Κρατάει ηλιοτρόπιο, σύμβολο του ήλιου

Δίπλα από το μνημείο του Ναγκάι Κάφου βρίσκεται ένα αγαλματάκι jizo (διάβασε τι είναι εδώ) που κρατά ένα ηλιοτρόπιο. Το μνημείο αυτό είναι αφιερωμένο στις ψυχές των εργατών της Σάνγια, που δούλευαν σκληρά κάτω από τον δυσβάσταχτο ήλιο. Υπάρχει επίσης ο τάφος των λευκών χοίρων, οι οποίοι υπήρχαν παλιά για να διώχνουν την κακή τύχη από το ναό. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο ναός επιβίωσε τους βομβαρδισμούς του ΒΠΠ λόγω της προστασίας από αυτόν τον τάφο. Πιο πέρα, βρίσκεται ο τάφος του Νουρεγκάμι, ενός σούμο του 18ου αιώνα. Το όνομά του σημαίνει βρεγμένο χαρτί και βγήκε γιατί κολλούσε ένα κομμάτι βρεγμένο χαρτί στο μέτωπό του, επειδή δεν μπορεί να κοπεί εύκολα με μαχαίρι ή κατάνα. Τελικά, ο Νουρεγκάμι έμπλεξε σε καυγά με ένα σαμουράι, καταλήγοντας να τον σκοτώσει και να συλληφθεί. Η ιστορία του έγινε σίριαλ της εποχής, αλλά με σαμισέν και μαριονέτες αντί για την τηλεόραση. Στο κέντρο, βρίσκεται ένα πηγάδι, ένα ακόμα Κουμπιαράι Ίντο σαν αυτό του ναού των 47 ρόνιν. Τα αδέρφια Σουκεσίτσι και Σουκεχάτσι προσπάθησαν να εκδικηθούν τη δολοφονία του πατέρα τους σκοτώνοντας τον Χιράι Γκονπάτσι. Ο Γκονπάτσι σκότωσε τον μεγάλο αδερφό, και μετά τον μικρό, όταν αυτός έπλενε το κεφάλι του αδερφού του στο πηγάδι για να το ετοιμάσει για ταφή. Και αυτή η ιστορία έγινε θεατρικό έργο, ο Γκονπάτσι μαζί με την ερωμένη του την Κομουρασάκι ήταν οι αυθεντικοί Χιγιόκου που ανέφερα πιο πάνω*.

Το πηγάδι που πλένεις το κεφάλι

Κατά τα άλλα, αυτό είναι ένα απλό νεκροταφείο. Αρκετές οικογένειες είχαν μαζευτεί να φροντίσουν τους τάφους των συγγενών τους. Μεταξύ τους ήταν και ένας κύριος, ο οποίος ασχολιόταν με τον τάφο της Βακαμουρασάκι. Του έπιασα την κουβέντα ρωτώντας αν η Βακαμουρασάκι έχει σχέση με την ιστορία του Γκονπάτσι, γιατί νόμισα ότι ήταν υπάλληλος του ναού. Τελικά, το όνομά της κοπέλας ήταν Νομπούκο Καφούτα και το Βακαμουρασάκι (εμπνευσμένο από την κλασσική συγγραφέα Μουρασάκι Σικίμπου) ήταν το καλλιτεχνικό της όσο δούλευε στη Γιοσιβάρα. Καμία σχέση δεν έχει με την Κομουρασάκι, έζησε αιώνες αργότερα. Παρόλο που το επάγγελμα είχε εκπέσει στην εποχή Μέιτζι, ήταν και όμορφη αλλά και έξυπνη. Δολοφονήθηκε το 1868, στα εικοσιδύο της χρόνια από έναν πελάτη επειδή αρνήθηκε να τον εξυπηρετήσει, πέντε μέρες πριν αποπληρώσει τα χρέη της και εγκαταλείψει αυτή τη δουλειά. Επειδή πέθανε όντας πόρνη, δεν είχε χωριστό τάφο. Όμως ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, οπότε εθελοντές συγκέντρωσαν χρήματα και έφτιαξαν τον τάφο της.

Ο κύριος αυτός που πρόσεχε τον τάφο δεν ήταν υπάλληλος. Είπε ότι ένιωσε μια σύνδεση με το πνεύμα της Βακαμουρασάκι και από τότε έρχεται μια φορά τη βδομάδα τα τελευταία δέκα χρόνια και φρόντίζει και τη Βακαμουρασάκι και τον ομαδικό τάφο. Τον είδα σήμερα, πρώτα έπλυνε την πέτρα καλά με σφουγγάρι και έβαλε φρέσκα λουλούδια. Δυστυχώς, που και που βρίσκει απρεπή αντικείμενα πεταμένα και στενοχωριέται. Ίσως, επειδή κατάγεται και αυτός από την Οσάκα όπως η Βακαμουρασάκι, λέει ότι νιώθει μια ιδιαίτερη τρυφερότητα προς αυτήν. Αισθάνεται σαν να είναι η σύζυγός του, κι ας γεννήθηκε χρόνια μετά τον θάνατό της. Κάθε φορά διαλέγει και της φέρνει καινούρια λουλούδια, έχει εκατοντάδες φωτογραφίες από αυτά στο κινητό του. Της φέρνει αυτά που της αρέσουν ανάλογα με τη διάθεσή της. Τον ρώτησα “πώς ξέρεις τι της αρέσει;”. Η ιστορία της δεν υπάρχει πουθενά, μόνο σε παλιά άρθρα για τη δολοφονία από την εφημερίδα Ασάχι. Μου είπε ότι το νιώθει και ότι του μιλάει σαν με τηλεπάθεια.

Ο τάφος της Βακαμουρασάκι

Ταυτόχρονα, συμβαίνουν πολλά ανεξήγητα γεγονότα στη ζωή του, που είναι σίγουρος ότι του τα στέλνει η Βακαμουρασάκι. Όμως όλα τους είναι για την προστασία του, όπως όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός και τσουνάμι του 2011. Αυτός τότε βρισκόταν στη γειτονιά της Κάντα και τραυματίστηκε ελαφρά στο πόδι. Μπήκε στο μυαλό του η ιδέα ότι πρέπει να πάει στη γειτονιά Τάμα (35 χιλιόμετρα απόσταση) και πήγε, με τα πόδια, χωρίς να τον σταματήσει ούτε ένα κόκκινο φανάρι. Λέει ότι και η συζήτηση μου μαζί του ήταν προσδιορισμένη από τη Βακαμουρασάκι, μιας και εκείνη τη μέρα ήρθε στο ναό νωρίτερα από ότι συνηθίζει. Θεωρεί ότι είναι ο τρόπος της να ακούσει τα νέα μας και να διασκεδάσει. Είπε ότι παρόλο που είμαι ξένη και φαινομενικά δεν καταλαβαίνω το βουδισμό ή την αντίληψη των Ιαπώνων περί θανάτου, μπόρεσα να συζητήσω μαζί του και αυτό με τη σειρά του θα έχει κάποια επίδραση στον κόσμο, σύμφωνα με ότι ορίζει η ανώτερη δύναμη, κοινή για κάθε λαό. Όσον αφορά τον ίδιο, συνειδητοποίησε ότι ο ρόλος του σε αυτή τη ζωή είναι να καθαρίζει και να τακτοποιεί. Όπως τώρα καθαρίζει τον τάφο της Βακαμουρασάκι, για τα προς το ζην καθαρίζει σπίτια και τα προηγούμενα 30 χρόνια καθάριζε ισολογισμούς ως τραπεζίτης. Πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι, αν κοιτάξουμε τον εαυτό μας από μακριά, θα παρατηρήσουμε ότι πληρούμε έναν συγκεκριμένο ρόλο σε αυτόν τον κόσμο. Αυτός πάντως θα συνεχίζει να έρχεται κάθε βδομάδα να βλέπει τη φίλη του.

Η θέα από τον σταθμό Μινόβα προς το Tokyo Skytree
*Διαβάστε αυτές τις ιστορίες στο βιβλίο Japanese Legends and Folklore του A.B. Mitford.
*Δείτε εικόνες από τη Γιοσιβάρα στο ντοκιμαντέρ “Τελευταίο ταξίδι” του Άρη Χατζηστεφάνου για το ταξίδι του Καζατζάκη στην Ιαπωνία. Κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Διάβασε κι αυτό:

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

%d bloggers like this: